ξανανάβω

ξανανάβω
1. μετ.
1) снова зажигать, поджигать; 2) возрождать (чувства и т. п.); 2. αμετ. 1) снова загораться, зажигаться, вспыхивать; 2) оживать, возрождаться (о чувствах и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξανανάβω" в других словарях:

  • ξανανάβω — 1. ανάβω ξανά 2. αναζωπυρώνω …   Dictionary of Greek

  • αναζωπυρώνω — (Α ἀναζωπυρέω, Μ ἀναζωπυρόω) κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί, ανανεώνω, τονώνω ή ξανανάβω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀναζωπυρῶ ( έω) < ἀνα * + ζωπυρῶ ( έω). Με μεταπλασμό προήλθε από το ἀναζωπυρέω ενεστ. τ. ἀναζωπυρόω, από όπου το νεώτ. αναζωπυρώνω …   Dictionary of Greek

  • αναπυρώνω — (Α ἀναπυρῶ, όω) νεοελλ. ανάβω εκ νέου, ξαναθερμαίνω, ξανανάβω αρχ. 1. αναφλέγω, πυρπολώ, ανάβω 2. (για νόσο) υποτροπιάζω, ξαναφουντώνω …   Dictionary of Greek

  • αναρριπίζω — (AM ἀναρριπίζω) νεοελλ. ερεθίζω πάλι, ξαναδυναμώνω, αναζωογονώ μσν. διασκορπίζω στον αέρα αρχ. 1. κάνω αέρα με κάτι 2. κάνω αέρα σε φωτιά, ξανανάβω 3. (για πτηνά) φτερουγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ριπίζω «πνέω, φυσώ, εξακοντίζω, ανάβω». ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • μετανάβω — και ματανάβω (Μ μετανάβω και ματανάβω) 1. αναζωπυρώνω, ξανανάβω κάτι 2. ανάβω πάλι, αναζωπυρώνομαι μσν. αναθαρρώ, εμψυχώνομαι εκ νέου …   Dictionary of Greek

  • προσαναζωπυρώ — έω, Μ αναζωπυρώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναζωπυρῶ «ξανανάβω, κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί»] …   Dictionary of Greek

  • αναζωπυρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ξανανάβω φωτιά που πάει να σβήσει, αναζωογονώ: Η θυσία του Μεσολογγίου αναζωπύρωσε το φρόνημα των επαναστατημένων Ελλήνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»